- χέλλος
- χέλλοςlipneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χέλλος — τὸ, Α (αιολ. τ.) βλ. χείλος … Dictionary of Greek
χέλλιος — χέλλος lip neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… … Dictionary of Greek
ghelunā — ghelunā English meaning: pine tree Deutsche Übersetzung: “Kiefer” Material: Arm. jeɫun “ palate, Plafond “; Gk. χελύ̄νη “lip, upper jaw”, in addition perhaps also χεῖλος “lip”, Eol. χέλλος, if from *χελFος (Solmsen KZ. 29, 352); O … Proto-Indo-European etymological dictionary